- θαλασσοκράτωρ
- θαλασσοκράτωρmaster of the seamasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαλαττοκράτωρ — θαλασσοκράτωρ , θαλασσοκράτωρ master of the sea masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοκράτορα — θαλασσοκράτωρ master of the sea masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοκράτορας — θαλασσοκράτωρ master of the sea masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοκράτορες — θαλασσοκράτωρ master of the sea masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοκράτορος — θαλασσοκράτωρ master of the sea masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοκράτορσιν — θαλασσοκράτωρ master of the sea masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοκράτορας — ο, θηλ. θαλασσοκράτειρα (Α θαλασσοκράτωρ, αττ. τ. θαλαττοκράτωρ) 1. αυτός που υπερισχύει στο ναυτικό, ο αήττητος στη θάλασσα 2. αυτός που έχει υπό την εξουσία του πολλές αποικίες ή κτήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. το αρχ. θαλασσοκράτωρ < θαλασσο * + *κράτωρ … Dictionary of Greek
θαλασσοκρατορία — η [θαλασσοκράτωρ] η θαλασσοκρατία … Dictionary of Greek
ԾՈՎԱԿԱԼ — (ի, աց.) NBH 1 1024 Chronological Sequence: Early classical, 6c ա.գ. θαλασσοκράτωρ maris domins, potens mari. Որ ընդ իշխանութեամբ իւրով կալեալ ունի զմասն ծովու եւ կղզեաց. թագաւոր տիրօղծովու, եւ սպարապետ ծովական. ... *Որք ʼի կողմն ուրեք ծովակալք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
θαλαττοκράτορες — θαλασσοκράτορες , θαλασσοκράτωρ master of the sea masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)